- ὀλιγοτεκνία
- ὀλῐγο-τεκνία, ἡ,A = ὀλιγοπαιδία, Ptol.Tetr.189.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγοτεκνία — η (Α ὀλιγοτεκνία) [ολιγότεκνος] το να έχει κάποιος λίγα παιδιά … Dictionary of Greek
ὀλιγοτεκνίας — ὀλιγοτεκνίᾱς , ὀλιγοτεκνία fem acc pl ὀλιγοτεκνίᾱς , ὀλιγοτεκνία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοτεκνίαν — ὀλιγοτεκνίᾱν , ὀλιγοτεκνία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)